- άγχουσα
- (anchusa).Ποώδη, μονοετή ή πολυετή φυτά της οικογένειας των βοραγινιδών. Τα φυτά αυτά φυτρώνουν στην Ευρώπη, την Ασία και την Αφρική. Από τα 40 είδη, στην Ελλάδα υπάρχουν 13, γνωστά όλα με το κοινό όνομα βοϊδόγλωσσα. Όλα τα είδη έχουν κοινό χαρακτηριστικό την παρουσία σκληρών και όρθιων τριχών σε όλο το φυτικό σώμα. Τα φύλλα τους είναι τραχιά, ωοειδή ή λογχοειδή και τα άνθη τους μπλε ή, σπανιότερα, ανοιχτοκόκκινα, λευκά ή κίτρινα. Τα άνθη τους παράγουν νέκταρ, στο οποίο οι μέλισσες δείχνουν ιδιαίτερη προτίμηση. Πολλαπλασιάζονται με σπέρματα. Από τα είδη της ελληνικής χλωρίδας, τα κυριότερα είναι: ά. η φαρμακευτική.Πολυετές φυτό με φύλλα λογχοειδή. Τα άνθη της είναι μπλε ή μωβ και ανθίζουν από τον Ιούνιο έως τον Σεπτέμβριο. Τη συναντούμε στη βόρεια Ελλάδα σε χωράφια, κατά μήκος των δρόμων και σε γυμνούς χώρους δασών με βελανιδιές και πεύκα. Περιέχει αλκαλοειδείς και δεψικές ουσίες, βλέννες και νιτρικά άλατα. Ως φαρμακευτικό φυτό έχει διουρητικές ιδιότητες. ά. η ποικιλόχρους. Πολυετές φυτό με φύλλα ωοειδή. Τα άνθη της είναι λευκά, με βαθυκόκκινα στίγματα. Είναι κοινό είδος σε όλη την Ελλάδα. ά. η σαρτόρειος. Πολυετές φυτό με στενά φύλλα, λογχοειδή και μπλε άνθη που ανθίζουν από τον Μάρτιο έως τον Σεπτέμβριο. Είναι φυτό ενδημικό των αργιλωδών εδαφών της Αττικής. ά. η αιγυπτιακή.Έχει κίτρινα άνθη και συναντάται σε παραθαλάσσιες βραχώδεις περιοχές της Σαλαμίνας και της Κρήτης. ά. η αρουραία. Μονοετές φυτό με γαλαζωπά άνθη, που φυτρώνει σε καλλιεργημένα εδάφη της Βόρειας Ελλάδας και της Κέρκυρας.
Dictionary of Greek. 2013.